Αγρίεψαν τα μάτια απ' τις Φαντασιώσεις.
Τράχυνε το δέρμα απ τη γύμνια, σώπασε μια
για πάντα η Φωνή,
μπροστά στην αγριότητα
Άραξα στην πιο γνωστή ακτή, περιμένοντας να
σταματήσει η ανάσα γύρω μου.
Στάθηκε μπροστά μου παριστάνοντας το
ουράνιο τόξο,
-είμαι τυφλή, δεν το βλέπεις;
Έμπηξε τα νύχια στο λαιμό, μα δεν βρήκε ούτε
σταγόνα κραυγής.
Πυροβόλησε αριστερά και η σφαίρα πέρασε από
γνωστή δίοδο χωρίς καμιά αμυχή
Έγινε αέρας, μα είχα πάνω μου δυο δάχτυλα
σκληρότητα.
Εγκατέλειψε ψέλλισα, ώσπου σείστηκαν τα πάντα,
ένα πανύψηλο βουνό ορθώθηκε μπροστά μου.
-Σε μισώ σκιά, σε μισώ.
Το νιώθω δεν εγκατέλειψε, είναι πίσω μου.
Θα μπορούσα;
Αποκλείεται οι αφετηρίες είναι πάντα
μπροστά.
Ίσως αν;
Οι πρώτες λέξεις που έθαψα.
Τρέμω, μια χαζή ελπίδα, απειλεί το τέλος.
Θέλω; μπορώ άραγε να θέλω.
Ελπίδα Σόλου