Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

ΑΛΗΘΕΙΑ;

Αλήθεια, αυτό που δεν χαρίζεται στη λήθη.
Είναι όμως όλες οι αλήθειες σημαντικές, ώστε να μην λησμονιούνται.
Υπάρχουν  χιλιάδες στιγμές, που μυρίζουν αλήθεια.
Δεν  μπορούν να σταθούν ως αξέχαστες, είναι ανάξιες λόγου,
υπηρετικό προσωπικό, σηκώνουν το κουράστηκα, το βαριέμαι,
το δεν  αντέχω άλλο,
αιωρούνται, ενώνονται, μασκαρεύονται, υποστηρίζονται,
κάνουν ένα συμπαγές φορτίο.
Ένας  δρόμος που το βαδίζουμε για χρόνια,
 κουβαλά φορτίο από στιγμιαίες αλήθειες,
Οι  πιο δικιές μας αλήθειες, είναι  αυτές που ξεχνιούνται,
αυτές  που προτίθενται να μην διαψεύσουν την  ετυμολογία,
στοιχειώνουν  αυτιά άλλων.                                                              

Ελπίδα Σόλου                                                                                                                 

Κραυγή

Βγες  λέξη, σε ακολουθεί κραυγή για βοήθεια.

Έφυγαν  όλοι, σώπασαν όλα.

Όλοι τρέχουν να σωθούν απ τη μαυρίλα που απλώνει η ανάσα μου.

Τρελαίνεται  το μυαλό, το σαρώνει η σιωπή  του ρολογιού, όλα σταμάτησα ,

 Πιο  κάτω δεν πάει, ίσως τώρα  είναι η στιγμή να ανεβώ.

Κάτι  μέσα μου φωνάζει λίγο ακόμα,  λίγο ακόμα, να πεθάνει κι τελευταίος ήχος

 Θεέ ....

Θεέ  του παιδιού που πίστευε,  Θεέ του λευκού, που πήγες ποιον έσωσες,

ποιόν εγκατέλειψες για πάντα.

Γύρισε,  θα σου πω για μισοτελειωμένα θαύματα, για  σωστές πορείες,

για προσευχές, μ ακούς ...

Ορκίζομαι  θα ξανά προσευχηθώ ...

Θα υπάρχουν  ευχαριστώ απ αυτά που  λατρεύεις.

ΚΑΙ ΦΟΒΟΙ ΑΠΟ ΑΥTΟΥΣ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΖΕΙΣ


Ελπίδα Σόλου                                                                                                                

Αέρας

Αδειάζω μανιωδώς αποθέματα μιας διαδρομής.

Μέσα  σε ένα χιλιοστό πορείας,  μαζεύτηκαν εκατομμύρια σκέψεις.

Ελπίδες  που σκεπάζονται με τάφους.

Αόρατος  βοηθός, μαζεύει σωρό τις  συνήθειες.

Αφήνω πια τον χώρο κενό και  γαζώνομαι στον άνεμο,

πατώ ανάλαφρα, πάω με την φορά του.

Με  ταξιδεύει βόρια, πάμε να χαρίζουμε  παγωμένες ανάσες,

πριν ακόμα προλάβουμε να φτάσουμε,

μας πυροβολούν απ' τις καμινάδες  ζεστές μοναξιές.

Κατευθυνόμαστε  νότια και όλοι τρέχουν να σκεπάσουν τις σοδιές,

εκεί μας ονομάζουν «αέρα της μπόρας».

Ανατολικά  δεν πάμε, δεν μας έχουν,  ούτε τους έχουμε ανάγκη,

έχουν δικούς τους ανέμους.

Μένει  η δύση, εκεί  μάλιστα, μπορούμε να μείνουμε όσο θέλουμε,

κανένας δεν φαίνεται να φοβάται.

Οι  αναμνήσεις κινδυνεύουν μόνο απ' το  αύριο.


Ελπίδα Σόλου